- τέγεοι
- τέγεοςatmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τέγεος — ον, Α [τέγος] 1. αυτός που βρίσκεται κοντά ή πάνω στην στέγη («δώδεκ ἔσαν τέγεοι θάλαμοι», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που έχει στέγη, στεγασμένος … Dictionary of Greek